έναντα

έναντα
ἔναντα (Α)
επίρρ. με γεν. ή δοτ. 1. απέναντι, αντίκρυ, κατά πρόσωπο («ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.)
2. κατά τον Ησύχ. «φανερῶς».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔναντα — opposite indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Enantiornithes — Rekonstruktion von Iberomesornis im Museo Nacional de Ciencias Naturales in Madrid Zeitraum Unterkreide bis Oberkreide 130 bis 65 …   Deutsch Wikipedia

  • άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”